remate - ορισμός. Τι είναι το remate
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι remate - ορισμός


remate         
remate         
sust. masc.
1) Fin o cabo, extremidad o conclusión de una cosa.
2) Acción de rematar.
3) Lo que en las fábricas de arquitectura se sobrepone para coronarlas o adornar su parte superior.
4) Postura o proposición que obtiene la preferencia y se hace eficaz logrando la adjudicación en subastas o almonedas para compraventas, arriendos, obras o servicios.
5) Adjudicación que se hace de los bienes que se venden en subasta o almoneda al comprador de mejor puja y condición.
6) En el fútbol y otros juegos, acción y efecto de rematar.
7) Argentina. Bolivia. Chile. México. Paraguay. Uruguay. Subasta pública.
8) Tauromaquia. Ultimo tiempo de la ejecución de una suerte.
9) Tauromaquia. Momento final de la embestida del toro.
remate         

Βικιπαίδεια

Remate
Remate se puede referir a:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για remate
1. APLAZAN REMATE DE BIENES DEL LAB APLAZAN REMATE DE BIENES DEL LAB
2. Lacruz agarró un remate desde la frontal que Wiese paró con muchos problemas y antes del descanso, Naldo despejó a córner un buen remate de Riera.
3. Pero faltó el remate, la referencia en el ataque.
4. A su alrededor, el equipo tuvo consistencia, llegada y remate.
5. Y, sobretodo, supo machacar en su primer remate a puerta.
Τι είναι remate - ορισμός